Σχετικά πρόσφατα είχα τη χαρά και την ευκαιρία να γράψω το review του Sniper Elite: Resistance, του πρόσφατου installment μίας σειράς που έχει συνδυαστεί άρρηκτα με το όνομα της Rebellion Developments και που αρκετά χρόνια τώρα αποτελεί ένα από τα βασικά “προϊόντα παραγωγής” της εταιρείας. Όμως, η μοίρα έφερε ξανά στα χέρια μου έναν ακόμη τίτλο που φέρει την υπογραφή του στούντιο και ακούει στο όνομα Atomfall. Σε αντίθεση, όμως, με την προαναφερθείσα σειρά, το Atomfall αποτελεί ένα νέο IP και παρουσιάζει μπόλικο ενδιαφέρον μιας και ακολουθεί ένα τελείως διαφορετικό μονοπάτι από αυτό που μας έχει συνηθίσει η εταιρεία εδώ και αρκετά χρόνια. Let’s get to it then.
A WARNING SHOT, IS A WASTED BULLET. YOU HAVE BEEN WARNED!
Πηγαίνοντας κόντρα στη συνήθη τακτική μου, θα ξεκινήσω το review με τα κακά νέα της υπόθεσης. Σε μία ομολογουμένως ασυνήθιστη κίνηση από την Rebellion, το Atomfall πάσχει στο moment-to-moment gameplay του. Το ξέρω, ξεκινάω λίγο άγαρμπα, όμως let’s face the music together. Εξηγούμαι. Το βρετανικό στούντιο αφήνει την φόρμουλα του third-person stealth και πιάνει αυτή του first-person action survival, η οποία όπως καταλαβαίνετε αποτελεί μία πλήρης στροφή που παρ’ όλα αυτά διακρίνεται από ένα πνεύμα πειραματισμού και προώθησης νέων ιδεών. Το στοιχείο αυτό σε κάποιες πτυχές λειτουργεί, σε άλλες όχι και τόσο με μεγαλύτερο θέμα να έχει το combat και τα πρακτικά μέρη του.

Αρχικά, αν και το παιχνίδι έχει ως recommended δυσκολία το Survivor, την τελευταία πριν από το Hard, δυστυχώς δεν αισθανόμαστε σε κάποια φάση του παιχνιδιού ότι αγωνιζόμαστε για τη επιβίωση μας μιας και δεν ξεμένουμε από πυρομαχικά ή κάτι κάποιο άλλο χρήσιμο αντικείμενο. Προφανώς και το Atomfall δεν αποτελεί ένα survival παιχνίδι επιπέδου Resident Evil όπου το resource management είναι κάπως πιο απαιτητικό, όμως σε μία περιοχή που πλήττεται από προβλήματα πυρηνικής φύσεως και βρίσκεται σε καραντίνα, θα περίμενε κανείς λιγότερα πυρομαχικά, είδη τροφής, scraps και άλλα μικροπραγματάκια που αξιοποιούμε για τις διάφορες αυτοσχέδιες κατασκευές μας. Τουναντίον θα έλεγα, μιας και μπαίνοντας στα τελευταία στάδια της ιστορίας, όχι μόνο ήμουν πλήρης, έχοντας ακολουθήσει μεν ένα πιο conservative approach, αλλά μπορούσα επί τόπου να βρω οτιδήποτε τυχόν μου έλειπε. Δεν το λες και ιδιαίτερα survival αυτό.
Παράλληλα, σε αφθονία ήταν και οι εχθροί μας, οι οποίοι μεν εναρμονίζονταν πλήρως με το περιβάλλον, την ιστορία και τα factions του παιχνιδιού, όμως το “απόθεμά” τους δεν φαινόταν να λιγοστεύει ιδιαίτερα, με την ποικιλία τους, παράλληλα, να είναι ελάχιστη. Το ίδιο συμβαίνει, δυστυχώς, και με τη νοημοσύνη τους ορισμένες φορές που δεν περνούσε τη βάση. Αν και από απόσταση χρησιμοποιούσαν έξυπνες τακτικές για να αποφύγουν τα πυρά μου και στο hand-to-hand combat προσπαθούσαν συνεχώς να με περικυκλώσουν, προς το τέλος κατάλαβα πως τους έδινα μεγαλύτερη αξία από ότι άξιζαν μιας και μόλις είχα στακάρει έναν ικανοποιητικό αριθμό από πυρομαχικά μπορούσα να τους περάσω αρκετά εύκολα μιας και πολλές φορές απλώς θα έρχονταν καταπάνω μου κάπως άμυαλα και με πλήρη άγνοια κινδύνου. Και μιας και μιλάω για όπλα, άξιο αναφοράς είναι και το gunplay του παιχνιδιού.

Αν στη σειρά Sniper Elite κάθε βολή μας έχει “βάρος” και πρέπει να υπολογιστεί με ακρίβεια, στο Atomfall δεν ισχύει και τόσο πολύ. Όχι τόσο γιατί υπάρχει αφθονία σε πυρομαχικά όπως προείπα, όσο το ότι όπλα και gadgets έχουν έναν τυπικό, απλοϊκό χαρακτήρα. Προφανώς υπάρχει διαφορά καθώς αλλάζουμε από το τόξο -που είναι αρκετά OP ομολογώ- στο πιστόλι 9 χιλιοστών και στο shotgun, όμως αυτή είναι η αναμενόμενη, χωρίς περιττές φανφάρες, με το ίδιο να ισχύει και για τα διάφορα αυτοσχέδια gadgets μας. Fun execution μιας και δεν βαριέσαι ποτέ τα encounters, όμως με την επανάληψη τους έρχεται κι ένα μικρό fatigue και χάνεται το όποιο charm διέθεταν, στοιχείο που ενδεχομένως θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί.
Παράλληλα, αν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι και το skill tree χρησιμοποιεί ένα “currency” πιο πληθωριστικό και από τις τιμές του σούπερ μάρκετ, ωθώντας μας στο grinding, και εν τέλει δεν έχει μεγάλο αντίκτυπο στην επιτυχής εξέλιξη του παιχνιδιού, μπορούμε να πούμε πως το Atomfall δεν μας ωθεί απαραίτητα προς ένα συγκεκριμένο gameplay style. Για παράδειγμα, υπήρχαν missions που ευνοούσαν την stealth προσέγγιση, αλλά όμως το τόξο ήταν τόσο OP που δεν χρειαζόταν ούτε να αξιοποιήσω το farming knife/machete μου ούτε να κάνω πολλά stealth takedowns οπότε δεν αναβάθμισα το εν λόγω skill. Ταυτόχρονα, υπήρχαν missions που έμπαινα ως ένας άλλος John Rambo και έπαιρνα κεφάλια, αλλά πάλι δεν ήταν και τόσο σπουδαία για να με ωθήσουν να βελτιώσω το recoil ούτε να ξεκλειδώσω το weapon modification skill. Γενικότερα το παιχνίδι, δίνοντας μας σχεδόν απόλυτη ελευθερία προσέγγισης, μου άφησε την αίσθηση πως και να μην υπήρχε το skill tree, ή η δυνατότητα να φτιάχνεις δικές σου βόμβες και δηλητήρια ή να κάνεις modify τα όπλα σου, ή να πετάς τα melee όπλα σου στους αντιπάλους, δεν θα σου έβγαινε και τόσο σε κακό. Όλα θα έπαιρναν το δρόμο τους.

Πράγματι, το παιχνίδι φαίνεται τόσο ουδέτερο στην προσέγγιση του σε πολλά θέματα που το κάνει αρκετά ιδιαίτερο και αφήνει την εντύπωση ότι δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο direction. Αυτό όμως, είναι και το ζητούμενο. Μπορεί να μην ευνοεί κάποιο στυλ προσέγγισης στο combat, μπορεί να μην έχει markers και mini maps για το που βρίσκεται το επόμενο objective, μπορεί το HUD να είναι πιο μίνιμαλ και από σαλόνι φοιτητή που μόλις μετακόμισε στο νέο του σπίτι, μπορεί να μην έχει fast travel ούτε για αστείο και να πρέπει να περπατάμε/τρέχουμε παντού, όμως όλα αυτά έχουν γίνει επίτηδες. Σε μία εποχή που σχεδόν όλα τα παιχνίδια μας πιάνουν από το χέρι και μας οδηγούν, το Atomfall ψάχνει βαθιά στις ρίζες και τις αξίες της Rebellion και μας αφήνει στο απόλυτο έλεος των επιλογών μας και του ανοικτού κόσμου του. Και αυτό είναι το καλύτερο που μπορούσε να κάνει για τους παίκτες, αν και θα μπορούσε να διαθέτει ένα καλύτερο moment-to-moment gameplay. Ωστόσο, αυτή η επιλογή δεν ήταν και το μόνο καλό που έκανε η Rebellion με τον τίτλο.
SIR, YOU GOT A CALL!
Όπως έθεσα προηγουμένως τα “κακά” νέα κάπως απότομα, το ίδιο σκέφτηκα να κάνω και με τα καλά. Το Atomfall πετυχαίνει εκεί που πρόσφατα τόλμησε να ανοιχτεί το Sniper Elite, δίνοντάς μας μία καλογραμμένη, δομημένη και αξιέπαινη ιστορία, η οποία σε κάθε βήμα της προσφέρει ένα ακόμα μυστήριο που σε κάνει να παίξεις λίγο ακόμα πριν πας για ύπνο. Για να σας βάλω λίγο στο κλίμα, η ιστορία του Atomfall λαμβάνει χώρα στην βόρεια περιοχή της Αγγλίας και συγκεκριμένα στη Lake District, όπου στα τέλη της δεκαετίας του 1950 είχε πραγματοποιηθεί ένα από τα σημαντικότερα πυρηνικά δυστυχήματα της ιστορίας στο εργοστάσιο Windscale. Εμπνευσμένη από αυτό το γεγονός, η Rebellion δημιούργησε μία alternate reality πλοκή, όπου ο ανώνυμος και με αμνησία πρωταγωνιστής μας προσπαθεί να ξεφύγει από την περιοχή μιας και αυτή έχει τεθεί σε καραντίνα από την βρετανική κυβέρνηση.
Πατώντας περισσότερο σε RPG μονοπάτια παρά σε action και survival, η πλοκή που έφτιαξαν οι developers ακολουθεί την λογική του gameplay. Αφήνει τους παίκτες να την ξεδιπλώσουν χωρίς να τους κρατάει από το χέρι, αλλά όπως αυτοί κρίνουν απαραίτητο και επιθυμητό. Μπαίνοντας στα παπούτσια ενός ντετέκτιβ πρακτικά, κάθε objective αποτελεί μόνο ένα νήμα μίας μεγαλύτερης ιστορίας, της οποίας η κατάληξη θα διαφέρει από παίκτη σε παίκτη. Έχοντας ναι μεν έναν κοινό στόχο, να φύγουμε από την ζώνη της καραντίνας, ο τρόπος με τον οποίο θα φτάσουμε εκεί αφήνεται στην κρίση των παικτών οι οποίοι, συναντώντας τους Outlaws, το Protocol, τους Druids και τους μάλλον ειρηνικούς κατοίκους του χωριού Wyndham, θα κληθούν μέσα από τους διάφορους διαλόγους και τα στοιχεία που υπάρχουν να επιλέξουν καλά τους συμμάχους που θα χρειαστούν για την επίτευξη του στόχου τους. Η εκτέλεση και το περιεχόμενο της πλοκής και των παράλληλων ιστοριών που συναντάμε στο Atomfall αποτελούν την καλύτερη έως τώρα προσπάθεια της Rebellion στον τομέα αυτό. Μικρό μου παραπάνω είναι λίγο το φινάλε, μιας και θα μπορούσε να ήταν λίγο πιο climactic, όμως δεν μπορώ να πω ότι με ξενέρωσε ούτε ότι κινήθηκε σε τελείως διαφορετικούς ρυθμούς από την υπόλοιπη ιστορία.

Ταυτόχρονα, η ιστορία και η πλοκή δεν σηκώνουν αποκλειστικά μόνες τους το βάρος, αλλά συνοδεύονται από έναν εξίσου καλοφτιαγμένο κόσμο. Όσον αφορά το περιβάλλον και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, το Atomfall δεν παραστρατεί και προσφέρει έναν κόσμο που σε τραβάει να τον εξερευνήσεις, όπως μας έχει συνηθίσει η Rebellion. Τα έντονα χρώματα που τονίζουν τις διάφορες και με ικανοποιητική ποικιλία αστικές και δασικές περιοχές του χάρτη, έρχονται σε μία οργανική αντίθεση με την αποσύνθεση, το θάνατο και την ησυχία που διακρίνει αυτή η alternate απεικόνιση της βρετανικής εξοχής που σε συνδυασμό με την απόλυτη ελευθερία στις μετακινήσεις μας, προσδίδει μία ευχάριστη και ταυτόχρονα ανησυχητική εμπειρία. Από την πρώτη στιγμή, μέχρι και την τελευταία, ο κόσμος του Atomfall μου δημιουργούσε ένα συνεχές αίσθημα ανασφάλειας πως είτε κάτι κακό θα βρω να έχει γίνει είτε σε κάποια παγίδα έχω μπει και δεν το έχω καταλάβει. Δεν μιλάμε για αποκρουστικά πράγματα, αλλά πιο πολύ για μία unnerving αίσθηση, που θα έλεγαν και οι Άγγλοι, η οποία δεν καταλαγιάζει ούτε με την απεικόνιση των κατοίκων της περιοχής. Μπορεί παραπάνω να ανέφερα πως τα NPCs δεν παρουσιάζουν και ιδιαίτερη ποικιλία και το design τους να μην αποτελεί κάποιο masterclass, όμως αυτή η ομοιότητα τους με κούκλες συμβάλλει ακόμα περισσότερο στο αίσθημα της ανασφάλειας.

WE ARE WHAT WE DO
«We are what we do». Μία φράση που ακούμε στα τελευταία κομμάτια της ιστορίας και που έμεινε στο μυαλό μου. Μία φράση που χαρακτηρίζει απόλυτα την περίπτωση του Atomfall. Το νέο IP της Rebellion Developments παίζει με τις προσδοκίες που έχουν οι παίκτες από αυτό. Περιμένοντας να αποτελεί μία στημένη, γεμάτη δράση και αγώνα για επιβίωση εμπειρία, οι παίκτες συναντούν το ακριβώς αντίθετο. Ξυπνώντας στον κόσμο του, όχι μόνο δεν ξέρουν τι θα συναντήσουν και ποιους θα κληθούν να αντιμετωπίσουν, αλλά κυριολεκτικά δεν ξέρουν τίποτα. Και το καλύτερο, δεν τους λέει κανένας τίποτα. Μόνο ψάχνοντας και ανακαλύπτοντας μπορούν να μάθουν “που παν τα τέσσερα” και να διαμορφώσουν το δικό τους ταξίδι προς την “αλήθεια”. Μία “αλήθεια” που δεν είναι αυτοσκοπός σε κάθε playthrough, μιας και στο Atomfall σημασία έχει το ταξίδι και όχι ο προορισμός. Προσωπική μου πρόβλεψη είναι πως πολύς κόσμος στο μέλλον θα θυμάται το Atomfall με θετικό πρόσημο και αρκετά γρήγορα θα λάβει τον χαρακτηρισμό του “cult classic” που φαίνεται να του αρμόζει. Μέχρι τότε όμως, αποτελεί μία νότα φρεσκάδας και δημιουργικότητας που πλέον πασχίζει να βγει στην gaming επιφάνεια.
Ευχαριστούμε πολύ την AVE Tech για την παροχή του review copy!